- υδροστόλος
- ὁ, ἡ, Ααυτός που δίνει νερό στα πλοία.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + στόλος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ἐργο-στόλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑδροστόλος — watering place for ships masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)